- σαξονικός
- -ή, -ό, Ναυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη Σαξονία ή στους Σάξονες («σαξονικό κάτοπτρο» — ο αρχαιότερος γερμανικός κώδικας δικαίου, ο οποίος συντάχθηκε τον 12ο αιώνα).[ΕΤΥΜΟΛ. < Σαξονία. Η λ. μαρτυρείται από το 1874 στον Κ. Σ. Κόντο].
Dictionary of Greek. 2013.